-
1 ἐρατός
A lovely, of places and things,δῶρ' ἐρατὰ..χρυσέης Ἀφροδίτης Il.3.64
;ἔργ' ἀνθρώπων Hes.Th. 879
; φιλότης ib. 970 ; χέλυς, φωνή, πόλις, h.Merc. 153, 426, h.Ap. 477 ; βᾶμα beloved footfall, Sapph.Supp.5.17 ;χῶρος Archil.21.4
;ἔπεα Alcm.45
;ὄψ B.16.129
;νίκα Corinn.Supp.1.24
; αἰδώς, κῶμοι, Pi.P.9.12,I.2.31 ;ὠδίς Id.O.6.43
: [comp] Sup.,παίδων -ώτατον ἄνθος AP12.151
: used by Trag. in Lyr., (anap.); ; (s.v.l.); ; of persons,φυὴν ἐρατή Hes.Th. 259
, 355 ;νέοι ἄνδρες ἐ. Thgn.242
;παῖς Pi.O.10
(11).99 : neut. as Adv.,ἐρατὸν κιθαρίζειν h.Merc. 423
, 455.2 beloved,ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν ἐ. δὲ γυναιξί Tyrt.10.29
. —[dialect] Ep. and Lyr. word. -
2 κιθαρίζω
A play the cithara,φόρμιγγι.. ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570
, Hes.Sc. 202;λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc. 423
; , cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13;ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7
K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V. 989, cf. 959;ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu. 1357
: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский